Κάποια ημέρα μια γυναίκα, αρκετά συνειδητοποιημένη όσον αφορά στα θέματα υγείας, με ρώτησε αν θα έπρεπε να λαμβάνει μαγνήσιο μαζί με ασβέστιο. Το μαγνήσιο είναι σημαντικό συστατικό για σχεδόν κάθε λειτουργία και ιστό του σώματος, από την καρδιά έως τα οστά και σχεδόν για όλα τα όργανα, ενώ παίζει σημαντικό ρόλο σε μια πληθώρα παθήσεων. Οι λειτουργίες περίπου 350 ενζύμων εξαρτώνται από το μαγνήσιο, συμπεριλαμβανομένου του ενζύμου για την παραγωγή ενέργειας σε κάθε κύτταρο του οργανισμού μας. Ωστόσο, μελέτες υποστηρίζουν ότι παρά τη μεγάλη σημασία του μαγνησίου, οι περισσότεροι από εμάς δεν λαμβάνουμε επαρκή ποσότητα με τη διατροφή μας.
Το μαγνήσιο υπάρχει σε τροφές που αποτελούν τη βάση της υγιεινής διατροφής - πλήρη δημητριακά, φρούτα, σκουρόχρωμα φυλλώδη λαχανικά και ξηρούς καρπούς. Οι επεξεργασμένες όμως τροφές δεν έχουν επαρκή ποσότητα μαγνησίου. Σε πρόσφατες αμερικανικές μελέτες διαπιστώθηκε ότι περίπου τα τρία τέταρτα των Αμερικανών δεν καταναλώνουν τροφές με επαρκές μαγνήσιο.
Σε ισορροπία με το ασβέστιο
Ενα άλλο στοιχείο είναι η κρίσιμη ισορροπία μεταξύ ασβεστίου - μαγνησίου, ώστε να διασφαλίζεται η σωστή χρησιμοποίηση των δύο μετάλλων από τον οργανισμό. Τα εκατομμύρια των Αμερικανών που λαμβάνουν διατροφικά συμπληρώματα ασβεστίου κινδυνεύουν να ανατρέψουν αυτήν την ισορροπία, ακόμη κι όταν το συμπλήρωμα ασβεστίου που λαμβάνουν περιέχει και μαγνήσιο, εάν αυτό δεν περιέχεται στην ενδεδειγμένη αναλογία.
Ελάχιστοι ασθενείς ελέγχουν τα επίπεδα μαγνησίου στον οργανισμό τους και ακόμη κι όταν το κάνουν, ένα απλό αιματολογικό τεστ δεν καταφέρνει πάντα να προσδιορίσει την ποσότητα του βιολογικά ενεργού μαγνησίου, σύμφωνα με μελέτες του δρος Burto M. Altura και της δρος Bella T. Altura στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Η δρ Altura ανέπτυξε μέθοδο προσδιορισμού της ενεργού μορφής του ιοντικού μαγνησίου του ορού του αίματος, η οποία βοήθησε τους ερευνητές να ανακαλύψουν ανεπάρκειες μαγνησίου που βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση και στις οποίες έχουν αποδοθεί περισσότερες από δώδεκα ασθένειες, έστω κι αν τα επίπεδα ολικού μαγνησίου στο αίμα δείχνουν να είναι φυσιολογικά.
Πώς προάγει την υγεία
Λίγοι γιατροί είναι ενημερωμένοι για τα πολυάριθμα προβλήματα υγείας που μπορεί να προκαλέσει η ανεπάρκεια μαγνησίου, αλλά και για τον ρόλο του μαγνησίου σε παθήσεις, όπως καρδιοπάθεια, υπέρταση, διαβήτης, άσθμα, παχυσαρκία, υπογονιμότητα, ημικρανία, μυϊκοί πόνοι, προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο, τραυματικό στρες.
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η ανεπάρκεια μαγνησίου ίσως αποτελεί βασικό παράγοντα στη σχέση μεταξύ της καρδιοπάθειας και των επικίνδυνων παραγόντων για προβλήματα στην καρδιά, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, η συσσώρευση πάχους στην περιφέρεια της μέσης, ο διαβήτης και το στρες. Η ανεπάρκεια μαγνησίου φάνηκε να έχει παίξει ρόλο στην αύξηση των καρδιακών προσβολών και εγκεφαλικών επεισοδίων, όπως αναφέρθηκε σε περιπτώσεις γυναικών εμμηνοπαυσιακής ηλικίας που συμμετείχαν στις καλούμενες μελέτες «Πρωτοβουλίας για την υγεία των Γυναικών» (Women's Health Initiative studies), όπως λέει η δρ Mildred S. Seelig. Η επιστήμων εξήγησε ότι οι γυναίκες στη μελέτη αυτή υποβάλλονταν σε ορμονοθεραπεία και ότι το μαγνήσιο φαίνεται να εμποδίζει τον σχηματισμό θρόμβων αίματος που -σε αυτού του είδους τις θεραπείες- προκαλείται από τα οιστρογόνα.
Η δρ Seelig, 83 ετών σήμερα, πέρασε 35 χρόνια μελετώντας τον ρόλο του μαγνησίου στην υγεία. Eίναι συγγραφέας του βιβλίου «Magnesium Factor» (Avery PenguiPutnam, 2003), το οποίο έγραψε με τον δρα Andrea Rosanoff, διατροφολόγο από τη Χαβάη, που αφιέρωσε 17 χρόνια μελετών στο μαγνήσιο.
Ο κατάλογος των καταστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια μαγνησίου είναι μεγάλος. Εκτός από τη φτωχή διατροφή, η λήψη ή η απορρόφηση μαγνησίου μπορεί να επηρεαστεί από τις δίαιτες για αδυνάτισμα, την κατανάλωση «μαλακού» νερού που δεν περιέχει μέταλλα, από εντερικές παθήσεις, τον αλκοολισμό και την επέμβαση στο στομάχι για τον περιορισμό της παχυσαρκίας.
Μεγάλες ποσότητες μαγνησίου μπορεί να χάνονται εξαιτίας παρατεταμένης άσκησης, θηλασμού, υπερβολικής εφίδρωσης και χρόνιας διάρροιας. Η ανεπάρκεια μαγνησίου μπορεί να οφείλεται επίσης στη λήψη φαρμάκων ή σε διάφορες διαταραχές όπως η νεφροπάθεια, ο υπερδραστήριος θυρεοειδής ή παραθυρεοειδής, τα χαμηλά επίπεδα καλίου και τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου στα ούρα.
Η χρόνια ανεπάρκεια μαγνησίου μπορεί να προκαλέσει μυϊκές συσπάσεις, κράμπες και αδυναμία, επιληπτικά φαινόμενα, ίλιγγο, ευερεθιστότητα, νευρικότητα, ντελίριο, αλλαγή προσωπικότητας, απάθεια και κατάθλιψη. Ακόμη μπορεί να επιφέρει ανωμαλία στον καρδιακό παλμό, σπασμούς των στεφανιαίων αρτηριών, αναιμία, θρόμβους αίματος, ανώμαλη αρτηριακή πίεση μέχρι και αιφνίδιο θάνατο.
Θεραπεία με μαγνήσιο
Η θεραπεία με μαγνήσιο έχει αποδειχτεί ωφέλιμη στη θεραπεία του βρογχικού άσθματος και των ημικρανιών, ενώ ιταλικές μελέτες έδειξαν ότι το μαγνήσιο μπορεί να «βελτιώσει θεαματικά» τα συμπτώματα του προεμμηνορρυσιακού συνδρόμου. Επίσης ασθενείς με εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιακή ανακοπή, αφού ανένηψαν, ανάρρωσαν καλύτερα όταν τους χορηγήθηκε μαγνήσιο αμέσως μετά το συμβάν, λέει η δρ Seelig. Αλλά και η δρ Αltura διαπίστωσε ότι άτομα με διαβήτη χρειάστηκαν λιγότερα φάρμακα για να ελέγξουν το σάκχαρο και τα λιπίδια του αίματος όταν υποβλήθηκαν επί έξι μήνες σε θεραπεία με λήψη μαγνησίου από το στόμα.
Ο στόχος πρέπει να είναι αναλογία ασβεστίου προς μαγνήσιο δύο προς ένα, είπε η δρ Αltura. Σε 800 χλστγρ. ασβεστίου την ημέρα, αντιστοιχούν δηλαδή 400 χλστγρ. μαγνησίου. Για τις γυναίκες 1.200 χλστγρ. ασβεστίου και 600 χλστγρ. μαγνησίου την ημέρα αρκούν για να διατηρήσουν την ισορροπία στο σώμα τους.
Ποιες τροφές περιέχουν μαγνήσιο
Tροφές πλούσιες σε μαγνήσιο είναι μεταξύ άλλων το ψωμί ολικής αλέσεως και τα δημητριακά με 100% πίτουρο, βρώμη κ.λπ., το τόφου, φασόλια σόγιας και τα φασόλια, λαχανικά όπως σπανάκι, μπρόκολο, καλαμπόκι, φρούτα όπως σταφύλια, μπανάνες και χουρμάδες και ξηροί καρποί όπως αμύγδαλα, κάσιους, αράπικο φιστίκι και καρύδια. Η κατανάλωση νερού μπορεί επίσης να αποτελέσει μια αξιοσημείωτη πηγή μαγνησίου, με την προϋπόθεση ότι το νερό είναι «σκληρό» και συνεπώς πλούσιο σε μέταλλα. Οι διαφορές ανάμεσα στο σκληρό και το μαλακό νερό μπορεί να είναι τεράστιες. Υπάρχουν 400 χλστγρ. μαγνησίου σε ένα λίτρο σκληρού νερού ενώ μόλις 6 χλστγρ. σε ένα λίτρο μη μεταλλικού νερού. Το πόσιμο νερό δεν θα πρέπει ποτέ να αποσκληρύνεται και βεβαίως δεν πρέπει να αποστάζεται.
"Η τροφή σου να είναι το φάρμακο σου και το φάρμακο σου η τροφή σου ..." Ιπποκράτης
relax
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010
ΠΕΠΤΙΚΑ ΕΝΖΥΜΑ
ΠΕΠΤΙΚΑ ΕΝΖΥΜΑ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Τα ένζυμα είναι πρωτεϊνικοί καταλύτες που παράγονται από το σώμα και τα οποία αναγνωρίζονται από την κατάληξη –άση. Τα ένζυμα συμμετέχουν στη διάσπαση των χημικών ενώσεων μέσω της ρύθμισης της ταχύτητας με την οποία διεξάγεται η κάθε μεταβολική διαδικασία που λαμβάνει χώρα. Τα ένζυμα που εμπλέκονται στις διαδικασίες της πέψης ονομάζονται πεπτικά ένζυμα. Η πέψη είναι μια πολύπλοκη διαδικασία κατά την οποία οι τροφές και τα σύνθετα θρεπτικά συστατικά διασπώνται σε μονάδες που το σώμα μπορεί να χρησιμοποιήσει.
ΔΡΑΣΗ
Τα πεπτικά ένζυμα εμπλέκονται στην υδρόλυση (διάσπαση ενός δεσμού με την προσθήκη νερού) των μεγάλων μορίων της τροφής. Υπάρχουν 3 κύριοι τύποι πεπτικών ενζύμων: αυτά που διασπούν πρωτεΐνες, λίπη ή υδατάνθρακες.
Ένζυμα που διασπούν Πρωτεΐνες (Πρωτεολυτικά Ένζυμα)
Τα πρωτεολυτικά ένζυμα εμπλέκονται αποκλειστικά στην πέψη των πρωτεϊνών. Η πρωτεάση εντοπίζεται στο στομάχι, τα παγκρεατικά και τα εντερικά υγρά. Άλλα πρωτεολυτικά ένζυμα είναι η πεψίνη, η θρυψίνη, η παγκρεατίνη και η χυμοθρυψίνη. Επιπροσθέτως, υπάρχουν τα ένζυμα βρωμελαΐνη (bromelain) και παπαΐνη (papain), που προέρχονται από τον ανανά και την παπάγια αντιστοίχως. Αυτά τα ένζυμα συνεργάζονται στο ανθρώπινο σώμα διασπώντας τις πρωτεΐνες σε αρκετά μικρά μόρια, εύκολα προς απορρόφηση.
Ένζυμα που διασπούν Λίπη (Λιπάσες)
Τα ένζυμα που χρησιμοποιούνται για την πέψη των λιπών ονομάζονται λιπάσες. Αυτά έχουν ως λειτουργία τη διάσπαση των λιπών στα συστατικά τους - λιπαρά οξέα και γλυκερόλη. Αυτά τα τελικά προϊόντα της πέψης των λιπών απορροφώνται στο λεπτό έντερο.
Ένζυμα που διασπούν Υδατάνθρακες
Η αμυλάση είναι το κύριο ένζυμο που χρησιμοποιείται για τη διάσπαση των υδατανθράκων. Παράγεται στο στόμα και κατά συνέπεια βρίσκεται στο σάλιο. Η αμυλάση επίσης εκκρίνεται στα παγκρεατικά και εντερικά υγρά.
Εκτός από αυτά τα βασικά πεπτικά ένζυμα, υπάρχει μια ολόκληρη σειρά συμπληρωματικών ενζύμων που συνεργάζονται για να παράγουν τα κατάλληλα τελικά προϊόντα.
Λακτάση
Η λακτάση είναι το ένζυμο που ευθύνεται για την πέψη του σακχάρου του γάλακτος, της λακτόζης, προκειμένου να μπορεί να απορροφηθεί εύκολα στο λεπτό έντερο (1).
ΩΦΕΛΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΠΕΠΤΙΚΩΝ ΕΝΖΥΜΩΝ
Τα ένζυμα παράγονται φυσιολογικά σε κατάλληλες ποσότητες για την πέψη των τροφίμων που καταναλώνονται. Παρόλα αυτά, καθώς μεγαλώνουμε ή λόγω ασθένειας το πεπτικό σύστημα μπορεί να γίνει λιγότερο αποτελεσματικό και οι ποσότητες των ενζύμων που παράγονται ενδέχεται να μην είναι ικανοποιητικές.
Δυσανεξία στη Λακτόζη
Μερικά άτομα εμφανίζουν δυσκολία στην πέψη της λακτόζης του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων, γεγονός που οφείλεται σε ελλιπή έκκριση του ενζύμου λακτάση. Η δυσανεξία στη λακτόζη χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως ο σοβαρός τυμπανισμός, το άλγος στην κοιλιακή χώρα, η διάρροια και η απώλεια βάρους. Τα συμπληρώματα που περιέχουν το ένζυμο λακτάση είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων αυτών και βοηθούν στη διάσπαση της λακτόζης (1,2).
Πεπτικές Ανωμαλίες
Μερικά άτομα εμφανίζουν τυμπανισμό και έχουν μια αίσθηση «πληρότητας» που παραμένει για αρκετό χρονικό διάστημα μετά την κατανάλωση του φαγητού. Αυτό μπορεί να προκαλέσει διαταραγμένο ύπνο, φούσκωμα, κεφαλαλγία και άλγη στην κοιλιακή χώρα. Άλλα άτομα μπορεί να παράγουν αφύσικα μικρές ποσότητες πεπτικών ενζύμων. Αυτό μπορεί να προκύψει με την αύξηση της ηλικίας ή μετά από μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση που αφορά το πεπτικό σύστημα. Τα συμπληρώματα που παρέχουν ένα μίγμα των κύριων πεπτικών ενζύμων μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση των συμπτωμάτων και στην πέψη των διατροφικών συστατικών και τη διάσπασή τους σε πηγή ενέργειας για τον οργανισμό.
Τραυματισμοί
Τα πεπτικά ένζυμα μπορεί να μειώσουν το χρόνο επούλωσης των μωλώπων και των ελαφρών τραυματισμών σε αθλήματα, όπως έδειξαν δύο μελέτες ελέγχου (3,4).
ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Τα πεπτικά ένζυμα φαίνεται πως είναι ασφαλή στη μακροχρόνια χρήση. Ωστόσο, ενδέχεται να επιδεινώσουν την κατάσταση του εκτεθειμένου ιστού σε ένα έλκος. Επίσης, ένα ένζυμο, η παγκρεατίνη, μπορεί να διακόψει την απορρόφηση του φυλλικού οξέος (5).
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Εάν λαμβάνεται παγκρεατίνη, μπορεί να χρειάζεται λήψη συμπληρώματος φυλλικού οξέος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. "The Natural Pharmacy", S Lininger, Prima Health, 1998.
2. Shukla H. Lactose Intolerance in health and disease. Nutrition and Food Science, 2:66-70 1997.
3. Zuschlag JM. Double-blind clinical study using certain proteolytic enzyme mixtures in karate fighters. Working paper. Mucos Pharma GmbH (Germany): 1-5, 1988.
4. Rathgerber WF. The use of proteolytic enzymes (Chymoral) in sporting injuries. S Afr Med J 45: 181-183, 1971.
5. Russell RM, et al. Impairment of Folic Acid absorption by oral pancreatic extracts. Dig Dis Sci 25: 369-373, 1980.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Τα ένζυμα είναι πρωτεϊνικοί καταλύτες που παράγονται από το σώμα και τα οποία αναγνωρίζονται από την κατάληξη –άση. Τα ένζυμα συμμετέχουν στη διάσπαση των χημικών ενώσεων μέσω της ρύθμισης της ταχύτητας με την οποία διεξάγεται η κάθε μεταβολική διαδικασία που λαμβάνει χώρα. Τα ένζυμα που εμπλέκονται στις διαδικασίες της πέψης ονομάζονται πεπτικά ένζυμα. Η πέψη είναι μια πολύπλοκη διαδικασία κατά την οποία οι τροφές και τα σύνθετα θρεπτικά συστατικά διασπώνται σε μονάδες που το σώμα μπορεί να χρησιμοποιήσει.
ΔΡΑΣΗ
Τα πεπτικά ένζυμα εμπλέκονται στην υδρόλυση (διάσπαση ενός δεσμού με την προσθήκη νερού) των μεγάλων μορίων της τροφής. Υπάρχουν 3 κύριοι τύποι πεπτικών ενζύμων: αυτά που διασπούν πρωτεΐνες, λίπη ή υδατάνθρακες.
Ένζυμα που διασπούν Πρωτεΐνες (Πρωτεολυτικά Ένζυμα)
Τα πρωτεολυτικά ένζυμα εμπλέκονται αποκλειστικά στην πέψη των πρωτεϊνών. Η πρωτεάση εντοπίζεται στο στομάχι, τα παγκρεατικά και τα εντερικά υγρά. Άλλα πρωτεολυτικά ένζυμα είναι η πεψίνη, η θρυψίνη, η παγκρεατίνη και η χυμοθρυψίνη. Επιπροσθέτως, υπάρχουν τα ένζυμα βρωμελαΐνη (bromelain) και παπαΐνη (papain), που προέρχονται από τον ανανά και την παπάγια αντιστοίχως. Αυτά τα ένζυμα συνεργάζονται στο ανθρώπινο σώμα διασπώντας τις πρωτεΐνες σε αρκετά μικρά μόρια, εύκολα προς απορρόφηση.
Ένζυμα που διασπούν Λίπη (Λιπάσες)
Τα ένζυμα που χρησιμοποιούνται για την πέψη των λιπών ονομάζονται λιπάσες. Αυτά έχουν ως λειτουργία τη διάσπαση των λιπών στα συστατικά τους - λιπαρά οξέα και γλυκερόλη. Αυτά τα τελικά προϊόντα της πέψης των λιπών απορροφώνται στο λεπτό έντερο.
Ένζυμα που διασπούν Υδατάνθρακες
Η αμυλάση είναι το κύριο ένζυμο που χρησιμοποιείται για τη διάσπαση των υδατανθράκων. Παράγεται στο στόμα και κατά συνέπεια βρίσκεται στο σάλιο. Η αμυλάση επίσης εκκρίνεται στα παγκρεατικά και εντερικά υγρά.
Εκτός από αυτά τα βασικά πεπτικά ένζυμα, υπάρχει μια ολόκληρη σειρά συμπληρωματικών ενζύμων που συνεργάζονται για να παράγουν τα κατάλληλα τελικά προϊόντα.
Λακτάση
Η λακτάση είναι το ένζυμο που ευθύνεται για την πέψη του σακχάρου του γάλακτος, της λακτόζης, προκειμένου να μπορεί να απορροφηθεί εύκολα στο λεπτό έντερο (1).
ΩΦΕΛΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΠΕΠΤΙΚΩΝ ΕΝΖΥΜΩΝ
Τα ένζυμα παράγονται φυσιολογικά σε κατάλληλες ποσότητες για την πέψη των τροφίμων που καταναλώνονται. Παρόλα αυτά, καθώς μεγαλώνουμε ή λόγω ασθένειας το πεπτικό σύστημα μπορεί να γίνει λιγότερο αποτελεσματικό και οι ποσότητες των ενζύμων που παράγονται ενδέχεται να μην είναι ικανοποιητικές.
Δυσανεξία στη Λακτόζη
Μερικά άτομα εμφανίζουν δυσκολία στην πέψη της λακτόζης του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων, γεγονός που οφείλεται σε ελλιπή έκκριση του ενζύμου λακτάση. Η δυσανεξία στη λακτόζη χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως ο σοβαρός τυμπανισμός, το άλγος στην κοιλιακή χώρα, η διάρροια και η απώλεια βάρους. Τα συμπληρώματα που περιέχουν το ένζυμο λακτάση είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων αυτών και βοηθούν στη διάσπαση της λακτόζης (1,2).
Πεπτικές Ανωμαλίες
Μερικά άτομα εμφανίζουν τυμπανισμό και έχουν μια αίσθηση «πληρότητας» που παραμένει για αρκετό χρονικό διάστημα μετά την κατανάλωση του φαγητού. Αυτό μπορεί να προκαλέσει διαταραγμένο ύπνο, φούσκωμα, κεφαλαλγία και άλγη στην κοιλιακή χώρα. Άλλα άτομα μπορεί να παράγουν αφύσικα μικρές ποσότητες πεπτικών ενζύμων. Αυτό μπορεί να προκύψει με την αύξηση της ηλικίας ή μετά από μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση που αφορά το πεπτικό σύστημα. Τα συμπληρώματα που παρέχουν ένα μίγμα των κύριων πεπτικών ενζύμων μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση των συμπτωμάτων και στην πέψη των διατροφικών συστατικών και τη διάσπασή τους σε πηγή ενέργειας για τον οργανισμό.
Τραυματισμοί
Τα πεπτικά ένζυμα μπορεί να μειώσουν το χρόνο επούλωσης των μωλώπων και των ελαφρών τραυματισμών σε αθλήματα, όπως έδειξαν δύο μελέτες ελέγχου (3,4).
ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Τα πεπτικά ένζυμα φαίνεται πως είναι ασφαλή στη μακροχρόνια χρήση. Ωστόσο, ενδέχεται να επιδεινώσουν την κατάσταση του εκτεθειμένου ιστού σε ένα έλκος. Επίσης, ένα ένζυμο, η παγκρεατίνη, μπορεί να διακόψει την απορρόφηση του φυλλικού οξέος (5).
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Εάν λαμβάνεται παγκρεατίνη, μπορεί να χρειάζεται λήψη συμπληρώματος φυλλικού οξέος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. "The Natural Pharmacy", S Lininger, Prima Health, 1998.
2. Shukla H. Lactose Intolerance in health and disease. Nutrition and Food Science, 2:66-70 1997.
3. Zuschlag JM. Double-blind clinical study using certain proteolytic enzyme mixtures in karate fighters. Working paper. Mucos Pharma GmbH (Germany): 1-5, 1988.
4. Rathgerber WF. The use of proteolytic enzymes (Chymoral) in sporting injuries. S Afr Med J 45: 181-183, 1971.
5. Russell RM, et al. Impairment of Folic Acid absorption by oral pancreatic extracts. Dig Dis Sci 25: 369-373, 1980.
Ένζυμα
Με την ελληνική, διεθνή σήμερα, ονομασία ένζυμα φέρονται ειδικές πρωτεΐνες ή πρωτεϊνικής βάσης πολύπλοκες οργανικές ενώσεις, που αποτελούνται από πολυμερή των αμινοξέων, οι οποίες δρουν ως καταλύτες στις χημικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στον μεταβολισμό των οργανισμών
Σχεδόν όλες οι χημικές αντιδράσεις στα κύτταρα απαιτούν τη ρυθμιστική δράση των ενζύμων. Όπως όλοι οι καταλύτες, έτσι και τα ένζυμα λειτουργούν αυξομειώνοντας την ενέργεια ενεργοποίησης μιας αντίδρασης. Τα περισσότερα ένζυμα επιταχύνουν την αντίδραση εκατομμύρια φορές σε σχέση με την ταχύτητα της χωρίς αυτά. Ωστόσο,τα ένζυμα διαφέρουν από τους υπόλοιπους καταλύτες ως προς την εξειδίκευση, καθώς είναι πολύ πιο περιοριστικά εξειδικευμένα από αυτούς - κάθε ένζυμο μπορεί να καταλύσει μια συγκεκριμένη μόνο αντίδραση.
Για παράδειγμα, η πηκτινάση βοηθά να διασπαστούν πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λιπίδια. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σήμερα σε περισσότερα από 700.
Παρόλο που σχεδόν όλα τα ένζυμα είναι πρωτεΐνες, δεν είναι όλοι οι βιοχημικοί καταλύτες ένζυμα. Παράδειγμα αποτελεί το καταλυτικό RNA. Η δράση των ενζύμων μπορεί να επηρεαστεί από άλλα μόρια: οι ανασταλτικοί παράγοντες μειώνουν τη δράση τους, ενώ υπάρχουν μόρια που την αυξάνουν (παράγοντες ενεργοποίησης). Πολλά ναρκωτικά και δηλητηριώδεις ουσίες δρουν ως ανασταλτικοί παράγοντες. Η ενζυμική δράση εξαρτάται επίσης από τη θερμοκρασία, το χημικό περιβάλλον (πχ το pH) και από τη συγκέντρωση του υποστρώματος στο ενεργό κέντρο του. Τα αλλοστερικά ένζυμα υπάρχουν σε ενεργές και αδρανείς μορφές, ενώ κάποια άλλα μπορεί ν' αναστέλλονται από μόρια που δεν ανήκουν σε υποστρώματα.
Τα ένζυμα που διασπoύν τις πρωτεΐνες (οι πρωτεάσες) παράγονται σε αδρανείς μορφές στο πεπτικό σύστημα των θηλαστικών, προκειμένου έτσι να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο της "αυτόπεψης". Για παράδειγμα η πεψίνη παράγεται ως αδρανές πεψινογόνο, όπως και η θρυψίνη που παράγεται ως θρυψινογόνο.
Κάποια ένζυμα χρησιμοποιούνται και εμπορικά, όπως για παράδειγμα για την παραγωγή αντιβιοτικών. Επιπλέον,κάποια οικιακά είδη περιέχουν ένζυμα ώστε να αυξήσουν την ταχύτητα κάποιας αντίδρασης, όπως για παράδειγμα τα απορρυπαντικά.
Σχεδόν όλες οι χημικές αντιδράσεις στα κύτταρα απαιτούν τη ρυθμιστική δράση των ενζύμων. Όπως όλοι οι καταλύτες, έτσι και τα ένζυμα λειτουργούν αυξομειώνοντας την ενέργεια ενεργοποίησης μιας αντίδρασης. Τα περισσότερα ένζυμα επιταχύνουν την αντίδραση εκατομμύρια φορές σε σχέση με την ταχύτητα της χωρίς αυτά. Ωστόσο,τα ένζυμα διαφέρουν από τους υπόλοιπους καταλύτες ως προς την εξειδίκευση, καθώς είναι πολύ πιο περιοριστικά εξειδικευμένα από αυτούς - κάθε ένζυμο μπορεί να καταλύσει μια συγκεκριμένη μόνο αντίδραση.
Για παράδειγμα, η πηκτινάση βοηθά να διασπαστούν πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λιπίδια. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σήμερα σε περισσότερα από 700.
Παρόλο που σχεδόν όλα τα ένζυμα είναι πρωτεΐνες, δεν είναι όλοι οι βιοχημικοί καταλύτες ένζυμα. Παράδειγμα αποτελεί το καταλυτικό RNA. Η δράση των ενζύμων μπορεί να επηρεαστεί από άλλα μόρια: οι ανασταλτικοί παράγοντες μειώνουν τη δράση τους, ενώ υπάρχουν μόρια που την αυξάνουν (παράγοντες ενεργοποίησης). Πολλά ναρκωτικά και δηλητηριώδεις ουσίες δρουν ως ανασταλτικοί παράγοντες. Η ενζυμική δράση εξαρτάται επίσης από τη θερμοκρασία, το χημικό περιβάλλον (πχ το pH) και από τη συγκέντρωση του υποστρώματος στο ενεργό κέντρο του. Τα αλλοστερικά ένζυμα υπάρχουν σε ενεργές και αδρανείς μορφές, ενώ κάποια άλλα μπορεί ν' αναστέλλονται από μόρια που δεν ανήκουν σε υποστρώματα.
Τα ένζυμα που διασπoύν τις πρωτεΐνες (οι πρωτεάσες) παράγονται σε αδρανείς μορφές στο πεπτικό σύστημα των θηλαστικών, προκειμένου έτσι να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο της "αυτόπεψης". Για παράδειγμα η πεψίνη παράγεται ως αδρανές πεψινογόνο, όπως και η θρυψίνη που παράγεται ως θρυψινογόνο.
Κάποια ένζυμα χρησιμοποιούνται και εμπορικά, όπως για παράδειγμα για την παραγωγή αντιβιοτικών. Επιπλέον,κάποια οικιακά είδη περιέχουν ένζυμα ώστε να αυξήσουν την ταχύτητα κάποιας αντίδρασης, όπως για παράδειγμα τα απορρυπαντικά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)